Τα όσπρια είναι μια πανάρχαιη τροφή, γνωστή και πολύ διαδεδομένη στους αρχαίους Έλληνες. Έχει αποδειχθεί ότι η καλλιέργεια τους άρχισε σχεδόν παράλληλα με αυτή των δημητριακών. Τα όσπρια κατέχουν σημαντικό ρόλο στη διατροφή του ανθρώπου, χάρη στην σημαντική βιολογική τους αξία, αλλά και στο χαμηλό κόστος παραγωγής τους ενώ ειδικότερα στην Ελλάδα η χρησιμοποίησή τους ήταν και είναι ευρύτατη. Η Ελληνική κουζίνα είναι γεμάτη συνταγές μαγειρικής με βάση τα όσπρια. Η φαντασία και η τέχνη των προγόνων μας, μας έχουν αφήσει μια τεράστια κληρονομιά. Τα όσπρια είναι η πλουσιότερη πηγή πρωτεΐνης, συγκρινόμενα ακόμη και με το κρέας. Η ποιότητα της πρωτεΐνης, μπορεί να κριθεί με βάση την περιεκτικότητα στα απαραίτητα (για τον άνθρωπο) αμινοξέα: μεθειονίνη, λυσίνη και θρυπτοφάνη. Σαν μοναδική πηγή πρωτεΐνης για τον άνθρωπο, τα όσπρια δεν μπορούν να καλύψουν τις απαιτήσεις του οργανισμού σε μεθειονίνη. Αντίθετα, τα όσπρια έχουν παρόμοια επίπεδα συγκέντρωσης σε λυσίνη με το κρέας. Έχουν αισθητά, όμως, μικρότερη περιεκτικότητα σε λυσίνη από τα δημητριακά. Μία συνδυασμένη κατανάλωση οσπρίων με δημητριακά (πχ φακές με ρύζι) ή οσπρίων με κάποιο ζωικό τρόφιμο (πχ φασόλια με τυρί) δίνει ένα ικανοποιητικό συνδυασμό αμινοξέων, που καλύπτει σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες του οργανισμού σε πρωτεΐνη.Τα όσπρια είναι μία ικανοποιητική πηγή βιταμινών του συμπλέγματος Β (εκτός της ριβοφλαβίνης). Το σημαντικότερο, όμως, είναι η επεξεργασία τους αφήνει σχεδόν ανεπηρέαστη την ποσότητα αυτή των βιταμινών και έτσι υπάρχει σημαντική απορρόφησή τους από τον οργανισμό. Τα όσπρια δεν παρουσιάζουν συγκέντρωση βιταμίνης C, τα φύτρα τους, όμως, έχουν μεγάλες ποσότητες ασκορβικού οξέος. Παρότι έχουν τη φήμη ότι είναι δύσπεπτα, ειδικοί λένε ότι ένας υγιής οργανισμός χωνεύει και απορροφά όλα τα θρεπτικά συστατικά των οσπρίων και ότι μόνο σε συγκεκριμένες παθήσεις του πεπτικού συστήματος παρατηρείται μία μικρή δυσπεψία.