Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Agropyron repens L. (Αγρόπυρο το έρπον). Ανήκει στην οικογένεια των Αγροστωδών. Είναι γνωστό με τα ονόματα άγλωσσο, αούστας, άγριο έρη, αγρόπυρον, άργαστη κ.α. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα και ακαλλιέργητα εδάφη, σε κήπους και αναχώματα. Το συναντούμε σε υψόμετρο μέχρι τα 2000 μέτρα. Περιγραφή Είναι πολυετές αυτοφυούμενο χόρτο, με πολύ μακριές περιπλεκόμμενες ρίζες. Τα φύλλα του είναι στενά, ταινιοειδή και γλαυκοπράσινα. Φτάνει σε ύψος από 10 έως 50 εκατοστά. Υπάρχουν διάφορα είδη, ανάλογα με τις περιοχές που το συναντούμε. Το επίμηκες και το σχοινοειδές απαντώνται σε αμμώδη παραθαλάσσια μέρη. Το παράκτιον που φυτρώνει σε παραθαλάσσια μέρη έως την ορεινή ζώνη και το διάμεσο που βρίσκεται στην κατώτερη ζώνη. Είναι ζιζάνιο πολύ ενοχλητικό για τους αγρότες και τους κηπουρούς αλλά χρήσιμο για την κτηνοτροφία. Επίσης είναι χρήσιμο γιατί στηρίζει αμμώδη εδάφη. Τις ίδιες ιδιότητες έχει και η Άγρωστις ή Άργωστη των αρχαίων Ελλήνων, η οποία υπάγεται στο γένος Κυνόδους και είναι πολύ κοινή στην Ελλάδα και άλλες χώρες της Μεσογείου με την ονομασία Αγριάδα (Κύνοδον δάκτυλον). Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα φύλλα και κυρίως η ρίζα της Αγριάδας. Το ρίζωμα το συλλέγουμε την άνοιξη ή στις αρχές του Φθινοπώρου. Το πλένουμε και το ξηραίνουμε στη σκιά. Το βότανο σε στεγνό μέρος διατηρείται για τρία χρόνια περίπου. Ιστορία Οι θεραπευτικές ιδιότητες της αγριάδας ήταν γνωστές από την εποχή του Διοσκουρίδη, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Δραστικές ουσίες Η αγριάδα περιέχει μία βλεννώδη ουσία, την τριτισίνη (φρουκτοζάνη) σε ποσοστό 8%, ινοσιτόλη 3%, μανιτόλη, σταθερό έλαιο, βιταμίνες Α και Β, γλυκοσίδιο βανιλλίνης, σαπωνίνη, φυτική κόλλα, σιλικούχο κάλιο, σίδηρο, μικρή ποσότητα πτητικού ελαίου (κυρίως αποτελούμενο από αγροπυρίνη η οποία έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει αντιβιοτικές ιδιότητες ευρέως φάσματος). Ιδιότητες και ενδείξεις Είναι από τα πιο χρήσιμα φαρμακευτικά φυτά και συμπεριλαμβάνεται σε πολλούς συνδυασμούς για τη θεραπεία του προστάτη. Είναι μαλακτικό χωρίς παρενέργειες, αυξάνει την διούρηση, διευκολύνοντας τη λειτουργία των νεφρών, καθαρίζει τον οργανισμό από τις τοξίνες και κατεβάζει τη χοληστερίνη του αίματος. Βοηθά στους κολικούς του συκωτιού, πέτρες στη χολή, στη χρυσή και την κυτταρίτιδα. Δρα ως αντισηπτικό και αντιφλεγμονώδες σε ουρικές λοιμώξεις, όπως κυστίτιδα, ουριθρίτιδα, προστατίτιδα, στον ρευματισμό και τις ασθένειες του δέρματος. Είναι ωφέλιμο για νεφρόλιθους και ψαμμίαση (άμμο στα νεφρά). Είναι χρήσιμη σε προβλήματα νυκτερινής ακράτειας. Σε προβλήματα υπέρτασης βοηθά σημαντικά μόνη της η σε συνδυασμό με φύλλα ελιάς ή κλωνάρια Οξιού. Για προβλήματα κυστίτιδας, ουριθρίτιδας και προστατίτιδας μπορεί να συνδυασθεί άριστα με Αρκτοστάφυλο ή Αχιλλέα. Χάρη στην τριτισσίνη που περιέχει (ουσία που έχει παρόμοια δράση με την ινσουλίνη) χρησιμοποιείται ως βοηθητικό στην ασθένεια του διαβήτη. Γάλλοι βοτανολόγοι χρησιμοποιούν τα φύλλα για τη διέγερση του συκωτιού και της χολής. Δοσολογία Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Ρίχνουμε δύο κουταλιές του τσαγιού κομμένο ρίζωμα σε ένα φλιτζάνι νερό και το σιγοβράζουμε για 10 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε τρεις φορές την ημέρα.
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Agropyron repens L. (Αγρόπυρο το έρπον). Ανήκει στην οικογένεια των Αγροστωδών. Είναι γνωστό με τα ονόματα άγλωσσο, αούστας, άγριο έρη, αγρόπυρον, άργαστη κ.α. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα και ακαλλιέργητα εδάφη, σε κήπους και αναχώματα. Το συναντούμε σε υψόμετρο μέχρι τα 2000 μέτρα. Περιγραφή Είναι πολυετές αυτοφυούμενο χόρτο, με πολύ μακριές περιπλεκόμμενες ρίζες. Τα φύλλα του είναι στενά, ταινιοειδή και γλαυκοπράσινα. Φτάνει σε ύψος από 10 έως 50 εκατοστά. Υπάρχουν διάφορα είδη, ανάλογα με τις περιοχές που το συναντούμε. Το επίμηκες και το σχοινοειδές απαντώνται σε αμμώδη παραθαλάσσια μέρη. Το παράκτιον που φυτρώνει σε παραθαλάσσια μέρη έως την ορεινή ζώνη και το διάμεσο που βρίσκεται στην κατώτερη ζώνη. Είναι ζιζάνιο πολύ ενοχλητικό για τους αγρότες και τους κηπουρούς αλλά χρήσιμο για την κτηνοτροφία. Επίσης είναι χρήσιμο γιατί στηρίζει αμμώδη εδάφη. Τις ίδιες ιδιότητες έχει και η Άγρωστις ή Άργωστη των αρχαίων Ελλήνων, η οποία υπάγεται στο γένος Κυνόδους και είναι πολύ κοινή στην Ελλάδα και άλλες χώρες της Μεσογείου με την ονομασία Αγριάδα (Κύνοδον δάκτυλον). Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα φύλλα και κυρίως η ρίζα της Αγριάδας. Το ρίζωμα το συλλέγουμε την άνοιξη ή στις αρχές του Φθινοπώρου. Το πλένουμε και το ξηραίνουμε στη σκιά. Το βότανο σε στεγνό μέρος διατηρείται για τρία χρόνια περίπου. Ιστορία Οι θεραπευτικές ιδιότητες της αγριάδας ήταν γνωστές από την εποχή του Διοσκουρίδη, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Δραστικές ουσίες Η αγριάδα περιέχει μία βλεννώδη ουσία, την τριτισίνη (φρουκτοζάνη) σε ποσοστό 8%, ινοσιτόλη 3%, μανιτόλη, σταθερό έλαιο, βιταμίνες Α και Β, γλυκοσίδιο βανιλλίνης, σαπωνίνη, φυτική κόλλα, σιλικούχο κάλιο, σίδηρο, μικρή ποσότητα πτητικού ελαίου (κυρίως αποτελούμενο από αγροπυρίνη η οποία έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει αντιβιοτικές ιδιότητες ευρέως φάσματος). Ιδιότητες και ενδείξεις Είναι από τα πιο χρήσιμα φαρμακευτικά φυτά και συμπεριλαμβάνεται σε πολλούς συνδυασμούς για τη θεραπεία του προστάτη. Είναι μαλακτικό χωρίς παρενέργειες, αυξάνει την διούρηση, διευκολύνοντας τη λειτουργία των νεφρών, καθαρίζει τον οργανισμό από τις τοξίνες και κατεβάζει τη χοληστερίνη του αίματος. Βοηθά στους κολικούς του συκωτιού, πέτρες στη χολή, στη χρυσή και την κυτταρίτιδα. Δρα ως αντισηπτικό και αντιφλεγμονώδες σε ουρικές λοιμώξεις, όπως κυστίτιδα, ουριθρίτιδα, προστατίτιδα, στον ρευματισμό και τις ασθένειες του δέρματος. Είναι ωφέλιμο για νεφρόλιθους και ψαμμίαση (άμμο στα νεφρά). Είναι χρήσιμη σε προβλήματα νυκτερινής ακράτειας. Σε προβλήματα υπέρτασης βοηθά σημαντικά μόνη της η σε συνδυασμό με φύλλα ελιάς ή κλωνάρια Οξιού. Για προβλήματα κυστίτιδας, ουριθρίτιδας και προστατίτιδας μπορεί να συνδυασθεί άριστα με Αρκτοστάφυλο ή Αχιλλέα. Χάρη στην τριτισσίνη που περιέχει (ουσία που έχει παρόμοια δράση με την ινσουλίνη) χρησιμοποιείται ως βοηθητικό στην ασθένεια του διαβήτη. Γάλλοι βοτανολόγοι χρησιμοποιούν τα φύλλα για τη διέγερση του συκωτιού και της χολής. Δοσολογία Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Ρίχνουμε δύο κουταλιές του τσαγιού κομμένο ρίζωμα σε ένα φλιτζάνι νερό και το σιγοβράζουμε για 10 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε τρεις φορές την ημέρα.