Στην προ-Κολομβιανή εποχή ο σπόρος chia ήταν μια από τις τέσσερις βασικές τροφές των πολιτισμών της Κεντρικής Αμερικής. Ήταν λιγότερο σημαντικός από το καλαμπόκι και τα φασόλια, αλλά σημαντικότερος από τον αμάραντο.
Η Tenochtitlan, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, εισέπραττε ποσότητες σπόρου chia που κυμαινόταν μεταξύ των 5.000 και 15.000 τόνων, ως ετήσιο φόρο από τα κατακτημένα έθνη. Ο σπόρος chia δεν ήταν μόνο τροφή, αλλά χρησιμοποιούνταν επίσης για ιατρικούς λόγους και ως προσφορά στους Θεούς των Αζτέκων.
Η χρήση του chia στις ειδωλολατρικές θρησκευτικές τελετές, ανάγκασε τους Ισπανούς κατακτητές να προσπαθήσουν να εξαφανίσουν αυτόν το σπόρο και να τον αντικαταστήσουν με άλλα είδη που εισήχθησαν από τον "Παλαιό Κόσμο". Οι κατακτητές, ήρθαν πολύ κοντά στην επιτυχία της προσπάθειάς τους για την καταπολέμηση των πρακτικών του "Νέου Κόσμου", όπως αυτή της καλλιέργειας chia, επιβάλλοντάς της δασμούς.
Το καλαμπόκι και τα φασόλια αποτέλεσαν εξαίρεση. "Επέζησαν" από τις προσπάθειες των κατακτητών για την εξαφάνισή τους και έγιναν δύο από τους σημαντικότερους σπόρους παγκοσμίως. Εντούτοις, λόγω της θρησκευτικής χρήσης του, και ίσως επειδή το chia δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις κλιματολογικές συνθήκες της Ευρώπης προκειμένου να καλλιεργηθεί, πέρασε στην αφάνεια για πεντακόσια έτη.
Το chia επέζησε χάριν της συνέχισης της καλλιέργειας του σε πολύ μικρές εκτάσεις, σε διάσπαρτες περιοχές των βουνών του νότιου Μεξικού και της Γουατεμάλας, μέχρι την έναρξη ενός ερευνητικού και αναπτυξιακού προγράμματος το 1991, με όνομα "Northwestern Argentina Regional Project".
Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος, καλλιεργητές, εταιρίες καθώς επίσης και τεχνικό και επιστημονικό προσωπικό από την Αργεντινή, την Κολομβία, τη Βολιβία, το Περού και τις ΗΠΑ, άρχισαν να συνεργάζονται για την παραγωγή του chia. Η ιδέα πίσω από το πρόγραμμα δεν ήταν μόνο να παρασχεθεί στους καλλιεργητές μια εναλλακτική καλλιέργεια, αλλά και η βελτίωση της ανθρώπινης υγείας με την ένταξη του chia στη διατροφή των λαών της δύσης, ως πηγής ωμέγα 3 λιπαρών οξέων, αντιοξειδωτικών και φυτικών ινών.
Διάφορες τεχνικές μελέτες και εκθέσεις που προέρχονται από αυτό το πρόγραμμα καθώς επίσης και μεταγενέστερες μελέτες, θα αναφερθούν στη συνέχεια. Αυτά τα στοιχεία παρέχουν πρόσθετες πληροφορίες για το chia, τη σύνθεσή του και τις χρήσεις του.
Chia - Μια φυσική πηγή λιπαρών οξέων ωμέγα 3 και αντιοξειδωτικών
Το Chia είναι η πλουσιότερη φυτική πηγή λιπαρών οξέων ωμέγα 3 και περιέχει φυσικά αντιοξειδωτικά. Διατίθεται ως πρώτη ύλη για χρήση σε διατροφικά και διαιτητικά συμπληρώματα. Η απαράμιλλη σταθερότητα των ωμέγα 3 λιπαρών οξέων του Chia είναι το αποτέλεσμα των φυσικών αντιοξειδωτικών που περιέχει.
Η οξείδωση των λιπιδίων στα τρόφιμα είναι ένα μείζον θέμα που απασχολεί και τους καταναλωτές, αλλά και τις εταιρείες παραγωγής τροφίμων. Εάν δεν ελεγχθεί, η οξείδωση μπορεί να προκαλέσει αλλοιώσεις στη γεύση (χαρακτηριστικά γεύση ψαρίλας) και να προκαλέσει μακροπρόθεσμα εκφυλιστικές ασθένειες που συνδέονται με τη γήρανση όπως ο καρκίνος, καρδιαγγειακές παθήσεις, καταρράκτη, πτώση του ανοσοποιητικού συστήματος και δυσλειτουργία εγκεφάλου.
Τα φυσικά αντιοξειδωτικά του chia, του δίνουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων πηγών ωμέγα 3 λιπαρών οξέων.
Όταν το Chia χρησιμοποιείται ως πηγή ωμέγα 3 λιπαρών οξέων, δεν χρειάζονται επιπλέον τεχνητά αντιοξειδωτικά όπως η βιταμίνη Ε. Έχει αποδειχθεί ότι η βιταμίνη Ε αναστέλλει την προστατευτική δράση των καρδιαγγειακών φαρμάκων και μάλιστα προκαλεί οξειδώσεις όταν χρησιμοποιείται σε μεγάλες δόσεις.
Όταν το Chia εντάσσεται στη διατροφή των ζώων, οδηγεί σε δραματική μείωση (άνω των 30,6%) των κορεσμένων λιπαρών οξέων, στα προϊόντα που παράγουν. Αυτή η μείωση είναι σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή που προσφέρει μια διατροφή με θαλασσινά προϊόντα (ψάρια και φύκια) και λιναρόσπορο. Η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων συνδέεται με καρδιαγγειακές παθήσεις. Αυτή η διαφορά μεταξύ του Chia και των άλλων πηγών ωμέγα 3 λιπαρών οξέων, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εμπορευματοποίηση του προϊόντος.
Τα αυγά από κότες που έχουν ταϊστεί με chia, έχουν α-λινολενικό λιπαρό οξύ, σε αναλογία DHA, όμοια με αυτήν που βρίσκεται στο μητρικό γάλα. Όταν προστεθούν πολύ υψηλές ποσότητες chia στη διατροφή, παρατηρείται μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και αποκορεσμός του α-λινολενικού οξέος, και σταθερή περιεκτικότητα υπολειμμάτων DHA (ασταθές λιπαρό οξύ).
Αυτό σημαίνει ότι εάν προστεθούν υπερβολικά ποσά ωμέγα 3 λιπαρών στη διατροφή των πουλερικών, ουσιαστικά αποθηκεύονται ως α-λινολενικό λιπαρό οξύ. Αυτή η μεταβολική συμπεριφορά, μαζί με την ισχυρή αντιοξειδωτική δράση των φλαβονοειδών του chia και των κιναμωμικών ενώσεων, επιτρέπει στις κότες να παράγουν αυγά που έχουν μεγαλύτερη χημική σταθερότητα και άρα ανθεκτικότητα στην οξείδωση, σε σχέση με τα αυγά που έχουν υψηλή περιεκτικότητα DHA.
Το Chia δεν έχει χοληστερόλη. Αυτή είναι η διαφορά του από το κρέας των ψαριών, τα έλαια των ψαριών, & τα ιχθυάλευρα, τα οποία περιέχουν σημαντικά ποσά. Για τους συνειδητοποιημένους καταναλωτές υγιεινών τροφών, το γεγονός αυτό δίνει στο chia ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων προϊόντων.
Το Chia μπορεί να αποθηκευτεί για χρόνια χωρίς να παρουσιαστούν αλλοιώσεις στη γεύση, τη μυρωδιά ή τη θρεπτική αξία του. Αυτό είναι ένα επιπλέον πλεονέκτημα έναντι των θαλάσσιων προϊόντων, δεδομένου ότι τα έλαια των ψαριών και τα ιχθυάλευρα, καθώς επίσης και τα έλαια και η σκόνες από τα φύκια, απαιτούν ειδικές συνθήκες συσκευασίας και αποθήκευσης προκειμένου να αποτραπεί ακόμη και στο ελάχιστο η αλλοίωση των χαρακτηριστικών τους που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Το Chia είναι ένα προϊόν φιλικό προς το περιβάλλον. Η υψηλή περιεκτικότητα των φύλλων του σε έλαια, ενεργεί ως ισχυρή εντομοαπωθητική ουσία και εξαλείφει την ανάγκη των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται για την προστασία της παραγωγής.
Η χρήση του chia ως πηγή ωμέγα-3 λιπαρών αποτρέπει τη μείωση του φυσικού αποθέματος των ψαριών και μειώνει επίσης τις ανησυχίες για τη ύπαρξη τοξινών όπως η διοξίνη και ο υδράργυρος που μπορούν να βρεθούν στα ψάρια και τα προϊόντα των ψαριών.
Η χρήση διαφόρων χημικών ουσιών ή τεχνητών συντηρητικών, δεν είναι απαραίτητη για την τυποποίηση του σπόρου chia που προορίζεται για ανθρώπινη η ζωική κατανάλωση. Αυτό είναι ακόμη ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων πηγών ω-3 λιπαρών όπως είναι τα φύκια.
Το Chia έχει μακρά ιστορία ως ανθρώπινη τροφή που ξεκινά με την καλλιέργειά του από τους αρχαίους μεξικανούς το 2.600 π.Χ. Ο αμάραντος, τα φασόλια, το chia και το καλαμπόκι, ήταν τα κύρια συστατικά της διατροφής των Αζτέκων και των Μάγια την περίοδο που έφθασε ο Κολόμβος στο Νέο Κόσμο. Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν ακόμα αυτόν τον αρχαίο σπόρο για την παρασκευή ενός δημοφιλούς αναψυκτικού ποτού με όνομα "chia fresca", που καταναλώνεται στο Μεξικό, την Κεντρική Αμερική, καθώς επίσης στην Καλιφόρνια και την Αριζόνα των ΗΠΑ.
Το Chia είναι ιδανικό προϊόν για τον εμπλουτισμό διάφορων διατροφικών προϊόντων όπως είναι οι παιδικές τροφές, τα μπισκότα, το γιαούρτι, οι σάλτσες, κ.λπ.
Όταν χρησιμοποιείται ως ζωική τροφή, τα προϊόντα που παράγονται όπως τα αυγά, τα πουλερικά, το βόειο κρέας, το ζαμπόν, το γάλα, το τυρί, κ.λπ. είναι εμπλουτισμένα με ωμέγα-3 λιπαρά. Το Chia είναι μια άριστη πηγή πρωτεϊνών, μετάλλων και βιταμίνης Β, είναι απλό στη χρήση με την προθήκη του κατά την παρασκευή τροφών και είναι ασφαλές στην κατανάλωσή του και για τους ανθρώπους και για τα ζώα.
Στην προ-Κολομβιανή εποχή ο σπόρος chia ήταν μια από τις τέσσερις βασικές τροφές των πολιτισμών της Κεντρικής Αμερικής. Ήταν λιγότερο σημαντικός από το καλαμπόκι και τα φασόλια, αλλά σημαντικότερος από τον αμάραντο.
Η Tenochtitlan, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, εισέπραττε ποσότητες σπόρου chia που κυμαινόταν μεταξύ των 5.000 και 15.000 τόνων, ως ετήσιο φόρο από τα κατακτημένα έθνη. Ο σπόρος chia δεν ήταν μόνο τροφή, αλλά χρησιμοποιούνταν επίσης για ιατρικούς λόγους και ως προσφορά στους Θεούς των Αζτέκων.
Η χρήση του chia στις ειδωλολατρικές θρησκευτικές τελετές, ανάγκασε τους Ισπανούς κατακτητές να προσπαθήσουν να εξαφανίσουν αυτόν το σπόρο και να τον αντικαταστήσουν με άλλα είδη που εισήχθησαν από τον "Παλαιό Κόσμο". Οι κατακτητές, ήρθαν πολύ κοντά στην επιτυχία της προσπάθειάς τους για την καταπολέμηση των πρακτικών του "Νέου Κόσμου", όπως αυτή της καλλιέργειας chia, επιβάλλοντάς της δασμούς.
Το καλαμπόκι και τα φασόλια αποτέλεσαν εξαίρεση. "Επέζησαν" από τις προσπάθειες των κατακτητών για την εξαφάνισή τους και έγιναν δύο από τους σημαντικότερους σπόρους παγκοσμίως. Εντούτοις, λόγω της θρησκευτικής χρήσης του, και ίσως επειδή το chia δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις κλιματολογικές συνθήκες της Ευρώπης προκειμένου να καλλιεργηθεί, πέρασε στην αφάνεια για πεντακόσια έτη.
Το chia επέζησε χάριν της συνέχισης της καλλιέργειας του σε πολύ μικρές εκτάσεις, σε διάσπαρτες περιοχές των βουνών του νότιου Μεξικού και της Γουατεμάλας, μέχρι την έναρξη ενός ερευνητικού και αναπτυξιακού προγράμματος το 1991, με όνομα "Northwestern Argentina Regional Project".
Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος, καλλιεργητές, εταιρίες καθώς επίσης και τεχνικό και επιστημονικό προσωπικό από την Αργεντινή, την Κολομβία, τη Βολιβία, το Περού και τις ΗΠΑ, άρχισαν να συνεργάζονται για την παραγωγή του chia. Η ιδέα πίσω από το πρόγραμμα δεν ήταν μόνο να παρασχεθεί στους καλλιεργητές μια εναλλακτική καλλιέργεια, αλλά και η βελτίωση της ανθρώπινης υγείας με την ένταξη του chia στη διατροφή των λαών της δύσης, ως πηγής ωμέγα 3 λιπαρών οξέων, αντιοξειδωτικών και φυτικών ινών.
Διάφορες τεχνικές μελέτες και εκθέσεις που προέρχονται από αυτό το πρόγραμμα καθώς επίσης και μεταγενέστερες μελέτες, θα αναφερθούν στη συνέχεια. Αυτά τα στοιχεία παρέχουν πρόσθετες πληροφορίες για το chia, τη σύνθεσή του και τις χρήσεις του.
Chia - Μια φυσική πηγή λιπαρών οξέων ωμέγα 3 και αντιοξειδωτικών
Το Chia είναι η πλουσιότερη φυτική πηγή λιπαρών οξέων ωμέγα 3 και περιέχει φυσικά αντιοξειδωτικά. Διατίθεται ως πρώτη ύλη για χρήση σε διατροφικά και διαιτητικά συμπληρώματα. Η απαράμιλλη σταθερότητα των ωμέγα 3 λιπαρών οξέων του Chia είναι το αποτέλεσμα των φυσικών αντιοξειδωτικών που περιέχει.
Η οξείδωση των λιπιδίων στα τρόφιμα είναι ένα μείζον θέμα που απασχολεί και τους καταναλωτές, αλλά και τις εταιρείες παραγωγής τροφίμων. Εάν δεν ελεγχθεί, η οξείδωση μπορεί να προκαλέσει αλλοιώσεις στη γεύση (χαρακτηριστικά γεύση ψαρίλας) και να προκαλέσει μακροπρόθεσμα εκφυλιστικές ασθένειες που συνδέονται με τη γήρανση όπως ο καρκίνος, καρδιαγγειακές παθήσεις, καταρράκτη, πτώση του ανοσοποιητικού συστήματος και δυσλειτουργία εγκεφάλου.
Τα φυσικά αντιοξειδωτικά του chia, του δίνουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων πηγών ωμέγα 3 λιπαρών οξέων.
Όταν το Chia χρησιμοποιείται ως πηγή ωμέγα 3 λιπαρών οξέων, δεν χρειάζονται επιπλέον τεχνητά αντιοξειδωτικά όπως η βιταμίνη Ε. Έχει αποδειχθεί ότι η βιταμίνη Ε αναστέλλει την προστατευτική δράση των καρδιαγγειακών φαρμάκων και μάλιστα προκαλεί οξειδώσεις όταν χρησιμοποιείται σε μεγάλες δόσεις.
Όταν το Chia εντάσσεται στη διατροφή των ζώων, οδηγεί σε δραματική μείωση (άνω των 30,6%) των κορεσμένων λιπαρών οξέων, στα προϊόντα που παράγουν. Αυτή η μείωση είναι σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή που προσφέρει μια διατροφή με θαλασσινά προϊόντα (ψάρια και φύκια) και λιναρόσπορο. Η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων συνδέεται με καρδιαγγειακές παθήσεις. Αυτή η διαφορά μεταξύ του Chia και των άλλων πηγών ωμέγα 3 λιπαρών οξέων, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εμπορευματοποίηση του προϊόντος.
Τα αυγά από κότες που έχουν ταϊστεί με chia, έχουν α-λινολενικό λιπαρό οξύ, σε αναλογία DHA, όμοια με αυτήν που βρίσκεται στο μητρικό γάλα. Όταν προστεθούν πολύ υψηλές ποσότητες chia στη διατροφή, παρατηρείται μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και αποκορεσμός του α-λινολενικού οξέος, και σταθερή περιεκτικότητα υπολειμμάτων DHA (ασταθές λιπαρό οξύ).
Αυτό σημαίνει ότι εάν προστεθούν υπερβολικά ποσά ωμέγα 3 λιπαρών στη διατροφή των πουλερικών, ουσιαστικά αποθηκεύονται ως α-λινολενικό λιπαρό οξύ. Αυτή η μεταβολική συμπεριφορά, μαζί με την ισχυρή αντιοξειδωτική δράση των φλαβονοειδών του chia και των κιναμωμικών ενώσεων, επιτρέπει στις κότες να παράγουν αυγά που έχουν μεγαλύτερη χημική σταθερότητα και άρα ανθεκτικότητα στην οξείδωση, σε σχέση με τα αυγά που έχουν υψηλή περιεκτικότητα DHA.
Το Chia δεν έχει χοληστερόλη. Αυτή είναι η διαφορά του από το κρέας των ψαριών, τα έλαια των ψαριών, & τα ιχθυάλευρα, τα οποία περιέχουν σημαντικά ποσά. Για τους συνειδητοποιημένους καταναλωτές υγιεινών τροφών, το γεγονός αυτό δίνει στο chia ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων προϊόντων.
Το Chia μπορεί να αποθηκευτεί για χρόνια χωρίς να παρουσιαστούν αλλοιώσεις στη γεύση, τη μυρωδιά ή τη θρεπτική αξία του. Αυτό είναι ένα επιπλέον πλεονέκτημα έναντι των θαλάσσιων προϊόντων, δεδομένου ότι τα έλαια των ψαριών και τα ιχθυάλευρα, καθώς επίσης και τα έλαια και η σκόνες από τα φύκια, απαιτούν ειδικές συνθήκες συσκευασίας και αποθήκευσης προκειμένου να αποτραπεί ακόμη και στο ελάχιστο η αλλοίωση των χαρακτηριστικών τους που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Το Chia είναι ένα προϊόν φιλικό προς το περιβάλλον. Η υψηλή περιεκτικότητα των φύλλων του σε έλαια, ενεργεί ως ισχυρή εντομοαπωθητική ουσία και εξαλείφει την ανάγκη των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται για την προστασία της παραγωγής.
Η χρήση του chia ως πηγή ωμέγα-3 λιπαρών αποτρέπει τη μείωση του φυσικού αποθέματος των ψαριών και μειώνει επίσης τις ανησυχίες για τη ύπαρξη τοξινών όπως η διοξίνη και ο υδράργυρος που μπορούν να βρεθούν στα ψάρια και τα προϊόντα των ψαριών.
Η χρήση διαφόρων χημικών ουσιών ή τεχνητών συντηρητικών, δεν είναι απαραίτητη για την τυποποίηση του σπόρου chia που προορίζεται για ανθρώπινη η ζωική κατανάλωση. Αυτό είναι ακόμη ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων πηγών ω-3 λιπαρών όπως είναι τα φύκια.
Το Chia έχει μακρά ιστορία ως ανθρώπινη τροφή που ξεκινά με την καλλιέργειά του από τους αρχαίους μεξικανούς το 2.600 π.Χ. Ο αμάραντος, τα φασόλια, το chia και το καλαμπόκι, ήταν τα κύρια συστατικά της διατροφής των Αζτέκων και των Μάγια την περίοδο που έφθασε ο Κολόμβος στο Νέο Κόσμο. Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν ακόμα αυτόν τον αρχαίο σπόρο για την παρασκευή ενός δημοφιλούς αναψυκτικού ποτού με όνομα "chia fresca", που καταναλώνεται στο Μεξικό, την Κεντρική Αμερική, καθώς επίσης στην Καλιφόρνια και την Αριζόνα των ΗΠΑ.
Το Chia είναι ιδανικό προϊόν για τον εμπλουτισμό διάφορων διατροφικών προϊόντων όπως είναι οι παιδικές τροφές, τα μπισκότα, το γιαούρτι, οι σάλτσες, κ.λπ.
Όταν χρησιμοποιείται ως ζωική τροφή, τα προϊόντα που παράγονται όπως τα αυγά, τα πουλερικά, το βόειο κρέας, το ζαμπόν, το γάλα, το τυρί, κ.λπ. είναι εμπλουτισμένα με ωμέγα-3 λιπαρά. Το Chia είναι μια άριστη πηγή πρωτεϊνών, μετάλλων και βιταμίνης Β, είναι απλό στη χρήση με την προθήκη του κατά την παρασκευή τροφών και είναι ασφαλές στην κατανάλωσή του και για τους ανθρώπους και για τα ζώα.